- αντισημίτης
- οθηλ. -ίτισσα εχθρός των Σημιτών, των Εβραίων: Σε μερικές χώρες υπάρχουν και σήμερα αντισημίτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντισημίτης — ο ο οπαδός του αντισημιτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + Σημίτης «αυτός που ανήκει στη φυλή του Σημ*, που κατάγεται από τον Σημ, όπως οι Εβραίοι». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον φιλόλογο Διονύσιο Θερειανό (πρβλ. αγγλ. antisemite γαλλ.… … Dictionary of Greek
αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… … Dictionary of Greek
Ες, Ρούντολφ — (Rudolph Hess, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – φυλακές Σπαντάου, Βερολίνο 1987). Γερμανός πολιτικός. Το 1920 έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος. Ήταν φανατικός αντισημίτης και κατέκτησε την εμπιστοσύνη του Χίτλερ με μια πραγματεία του με τίτλο Πώς… … Dictionary of Greek
Στζαμπό, Ντετζό — (Szabo). Ούγγρος διηγηματογράφος και δημοσιογράφος (Κολοτζβάρ, σήμερα Κλούι 1879 Βουδαπέστη 1945). Βραβεύτηκε από το πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης στην ουγγρική και γαλλική φιλοσοφία και στη συνέχεια αποφάσισε να ασχοληθεί με τη διδασκαλία.… … Dictionary of Greek